- τουριστικός
- -ή, -ό, Ν [τουρίστας]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τουρισμό ή στους τουρίστες («τουριστική κίνηση»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουριστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τον τουρισμό ή τον υποβοηθά: Τουριστική αστυνομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Yannis Anastasopoulos — was born in Chalkida on 1931. After finishing high school he worked as a printer and book binder. From 1956 since 1974 his occupation was that of artish/book binder, opening his first book binding shop in Chalkida. On 1962 he became a member of… … Wikipedia
Agios Minas — Stadtgemeinde Agios Minas (1997–2010) Δήμος Αγίου Μηνά (Αγίος Μηνάς) … Deutsch Wikipedia
Atsiki — Stadtgemeinde Atsiki (1997–2010) Δήμος Ατσικής (Ατσική) … Deutsch Wikipedia
Ionia (Griechenland) — Stadtgemeinde Ionia (1989–2010) Δήμος Ιωνίας (Ιωνία) … Deutsch Wikipedia
Neoi Poroi — The beach of Neoi Poroi. Neoi Poroi (Greek: Νέοι Πόροι) (new resources) is a coastal village, on the southernmost coast of Pieria, near the traditional village of Παλαιοί Πόροι , Paleoi Poroi (old resources) and the vast and scenic wetlands in… … Wikipedia
περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… … Dictionary of Greek
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… … Dictionary of Greek
Βικτόρια — I (Alexandrina Victoria, Λονδίνο 1819 – 1901).Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (1837 1901) και αυτοκράτειρα των Ινδιών (1876 1901). Κόρη του Εδουάρδου, δούκα του Κεντ, τέταρτου γιου του Γεωργίου Γ’ και… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek